- προλέγω
- ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β' προεῑπον Α1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ' ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.)2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις»)3. προφητεύω, προμαντεύω (α. «προλέγει τα μέλλοντα» β. «τό τε προειπεῑν ὑπὲρ τοῡ μέλλοντος στοχαζόμενον, ἐκ τῶν ἤδη γεγονότων εὐμαρές», Πολ.)4. κάνω εισαγωγή, προλογίζωνεοελλ.1. (το ουδ. τής μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προλεγόμεναπρόλογος, προκαταρκτικές παρατηρήσεις, ιδίως σε βιβλίο («προλεγόμενα στη φιλοσοφία»)2. (η μτχ. παθ. αορ. και παρακμ. επίθ. και ως ουσ.) προρρηθείς, -εῑσα, -έν και προειρημένος, -η, -οαυτός που έχει λεχθεί προηγουμένως ή πιο πάνω, αυτός που προαναφέρθηκε (α. «η προρρηθείσα περίπτωση...» β. «σύμφωνα με τα προειρημένα» — σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, σύμφωνα με τα προλεχθέντααρχ.1. εκλέγω κατά προτίμηση, προκρίνω, προτιμώ («ἐξοχώτατοι προλέγονται», Πίνδ.)2. λέω κάτι δημόσια, διακηρύσσω («προύλεγον τὸ ψήφισμα καθελοῡσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον», Θουκ.)3. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι («προλέγομεν οὖν ὑμῑν... ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας», Ξεν.)4. εφιστώ την προσοχή, προειδοποιώ («τὸ δ' ἐρᾱν προλέγω τοῑσι νέοισιν μήποτε φεύγειν», Ευρ.)5. ορίζω κάτι εκ τών προτέρων («οἷς ἅπασιν οἱ... νόμοι δεσμὸν προλέγουσι», Δημοσθ.)6. μηνύω, καταγγέλλω («προεῑπον αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου», Δημοσθ.)7. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ προλεγόμεναι(ενν. θέσεις) οι πρώτες αρχές8. φρ. «μακρὰ προλεγομένη» — μακρά συλλαβή η οποία τοποθετείται πρώτη.
Dictionary of Greek. 2013.